- εὐπαράληπτος
- εὐπαρά-ληπτος, ον,A readily applicable, Eust.746.44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράληπτος — εὐπαράληπτος, ον (Μ) αυτός που χρησιμοποιείται εύκολα, ο ευκολομεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα ληπτός «εφαρμόσιμος»] … Dictionary of Greek
εὐπαράληπτον — εὐπαράληπτος readily applicable masc/fem acc sg εὐπαράληπτος readily applicable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)